Η εμμηνόπαυση είναι το στάδιο της ζωής κατά το οποίο η έμμηνος ρύση σταματά οριστικά και το αναπαραγωγικό σύστημα δεν εκτελεί πλέον λειτουργίες που σχετίζονται με τη γονιμότητα. Μια γυναίκα θεωρείται ότι μπήκε στην εμμηνόπαυση μετά τη διακοπή της εμμήνου ρύσεως για 12 μήνες.

Image by pvproductions on Freepik

Εμμηνόπαυση

Τι είναι η εμμηνόπαυση;

Η φυσική εμμηνόπαυση είναι όταν η έμμηνος ρύση σταματά οριστικά επειδή οι ωοθήκες σταματούν να παράγουν οιστρογόνα και προγεστερόνη. Εμφανίζεται γενικά σε γυναίκες μετά την ηλικία των 45 ετών χωρίς παθολογική ή φυσιολογική αιτία, αλλά η πρώιμη εμμηνόπαυση μπορεί να προκύψει από χειρουργική επέμβαση, χημειοθεραπεία, ακτινοθεραπεία ή πρωτοπαθή ανεπάρκεια των ωοθηκών. Η μέση ηλικία εμμηνόπαυσης είναι τα 51 έτη. Η περιεμμηνόπαυση είναι η μεταβατική φάση στην εμμηνόπαυση και μπορεί να διαρκέσει από 4 έως 8 χρόνια (Peacock and Ketvertis, 2022).

Ποια είναι τα κύρια σημεία και συμπτώματα της εμμηνόπαυσης;

Εξάψεις, νυχτερινές εφιδρώσεις, κολπική ξηρότητα, αϋπνία, προβλήματα εστίασης και εναλλαγές της διάθεσης είναι τα κύρια συμπτώματα που βιώνουν οι γυναίκες κατά τη μετάβαση στην εμμηνόπαυση και μερικές φορές σε όλη την εμμηνόπαυση. Οι γυναίκες μπορούν επίσης να βιώσουν αλλαγές στη σύνθεση του σώματος. Το κύριο σημάδι της εμμηνόπαυσης είναι η έλλειψη εμμήνου ρύσεως.

Image by LipikStockMedia on Freepik

Τι προκαλεί την εμμηνόπαυση;

Η εμμηνόπαυση είναι μια φυσική κατάσταση που εμφανίζεται καθώς οι γυναίκες μεγαλώνουν. Κατά τη διάρκεια της εμμηνόπαυσης, οι ωοθήκες μιας γυναίκας σταματούν να απελευθερώνουν ωάρια. Το σώμα παράγει λιγότερα οιστρογόνα και προγεστερόνη. Τα χαμηλότερα επίπεδα αυτών των ορμονών προκαλούν συμπτώματα εμμηνόπαυσης.

Με την πάροδο του χρόνου, τα ωοθυλάκια και τα κοκκιώδη κύτταρα μιας γυναίκας μειώνονται. Δεδομένου ότι αυτά τα κύτταρα είναι οι κύριοι παραγωγοί οιστραδιόλης και ινχιμπίνης (μια ορμόνη που λέει στην υπόφυση να παράγει λιγότερη ωοθυλακιοτρόπο ορμόνη), η ορμονική ισορροπία του σώματος μετατοπίζεται προς χαμηλότερα επίπεδα οιστρογόνων και προγεστερόνης και αυξημένη ωοθυλακιοτρόπο ορμόνη και ωχρινοτρόπο επίπεδα ορμονών. Αυτό το ορμονικό προφίλ έχει ως αποτέλεσμα ακανόνιστους εμμηνορροϊκούς κύκλους, οι οποίοι τελικά σταματούν εντελώς (Burger et al., 2008).

Πώς γίνεται η διάγνωση της εμμηνόπαυσης;

Η εμμηνόπαυση διαγιγνώσκεται κλινικά μετά από 12 μήνες αμηνόρροιας (έλλειψη εμμηνόρροιας) χωρίς να υπάρχουν άλλες αιτίες που να την δικαιολογούν, όπως χειρουργική αφαίρεση των ωοθηκών, χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία ή πρωτοπαθή ωοθηκική ανεπάρκεια. Εμφανίζεται συνήθως μετά την ηλικία των 45 ετών και θεωρείται παθολογική εάν εμφανιστεί πριν από την ηλικία των 40 ετών. Μπορούν να γίνουν εξετάσεις αίματος και ούρων για την ανίχνευση αλλαγών στα επίπεδα ορμονών (ΝΙΗ, 2014).

Image by pikisuperstar on Freepik

Ρίσκα για την υγεία

1. Καρδιαγγειακές παθήσεις

Συνδέεται η εμμηνόπαυση με αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων;

Η εμμηνόπαυση έχει συσχετιστεί με αυξήσεις σε πολλούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου, συμπεριλαμβανομένων της υψηλότερης ολικής χοληστερόλης ορού, υψηλότερων τριγλυκεριδίων και υψηλότερης διαστολικής αρτηριακής πίεσης (Dallongeville, 1995). Τα επίπεδα της HDL μειώνονται μετεμμηνοπαυσιακά και αυτή η αλλαγή φαίνεται να είναι πιο έντονη στις γυναίκες με υψηλό ΔΜΣ (Do et al., 2000) – διάβασε περισσότερα για τον ΔΜΣ εδώ. Επιπλέον, η εμμηνόπαυση έχει συσχετιστεί με αλλαγές στο μεταβολισμό των λιποπρωτεϊνών και αυξημένη φλεγμονή (Wang et al., 2018).

Η συσχέτιση μεταξύ του χρόνου της εμμηνόπαυσης και του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου (CVD) μπορεί να είναι αμφίδρομη, πράγμα που σημαίνει ότι η μικρότερη ηλικία εισόδου σε φυσική εμμηνόπαυση θεωρείται δείκτης αυξημένου κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου (El Khoudary et al., 2020).

Λάβε υπόψη, ωστόσο, ότι η εμμηνόπαυση δεν είναι ασθένεια. Είναι μια φυσική φάση της ζωής. Συνολικά, η συσχέτιση μεταξύ εμμηνόπαυσης και κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου είναι μικτή, ιδιαίτερα σε κατά τα άλλα υγιείς γυναίκες (π.χ. μη καπνίστριες με υγιή ΔΜΣ) που περνούν στην εμμηνόπαυση σε μια τυπική ηλικία (Colpani et al., 2018).

Πώς σχετίζονται τα οιστρογόνα με τις καρδιακές παθήσεις;

Τα οιστρογόνα (οιστραδιόλη, οιστρόνη και οιστριόλη) είναι μια ομάδα ορμονών που παράγονται από τις ωοθήκες μιας γυναίκας και, σε μικρότερο βαθμό, από τα επινεφρίδια, τον λιπώδη ιστό και τους όρχεις (Hess, 2003; Hetemäki et al., 2021; NIH, nd).

Τα οιστρογόνα έχουν ευεργετικές επιδράσεις στον μεταβολισμό των λιπιδίων, μειώνοντας τα επίπεδα της χοληστερόλης και της LDL, ενώ αυξάνουν τα επίπεδα της HDL. Αυτά τα αποτελέσματα βοηθούν στη μείωση του κινδύνου αθηροσκλήρωσης και άλλων καρδιαγγειακών διαταραχών. Τα καρδιαγγειακά νοσήματα παραμένουν η κύρια αιτία θανάτου σε όλο τον κόσμο, με υψηλότερη συχνότητα στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες σε σύγκριση με τις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, ενώ οι προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες εμφανίζουν λιγότερα καρδιαγγειακά νοσήματα σε σχέση με τους άντρες ίδιας ηλικίας (Iorga et al., 2017; Delgado and Lopez-Ojeda, 2019).

Γενικά, πειραματικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα οιστρογόνα, και ιδίως η οιστραδιόλη, επιδεικνύει προστατευτική δράση τόσο στην καρδιά όσο και στα αιμοφόρα αγγεία. Υπάρχουν τρεις κύριοι τύποι υποδοχέων οιστρογόνων, στα αγγειακά λεία μυϊκά κύτταρα και στα ενδοθηλιακά κύτταρα. Συνδεόμενα σε αυτούς, τα οιστρογόνα προκαλούν αγγειοδιαστολή, μειώνουν την φλεγμονή και λειτουργούν ως ισχυρό αντιοξειδωτικό. Η αγγειοδιαστολή θεωρείται πως δρα ενάντια στην υπέρταση, η οποία θεωρείται πως προάγει την αθηροσκλήρωση καταστρέφοντας το αγγειακό ενδοθήλιο. Οι υποδοχείς αυτοί υπάρχουν και στην καρδιακή μιτοχονδριακή μεμβράνη και η ενεργοποίηση τους μέσω της οιστραδιόλης, μπορεί να προκαλέσει γονιδιακές αλλαγές λειτουργώντας καρδιοπροστατευτικά. Πέραν αυτών, η προστατευτική επίδραση των οιστρογόνων στην καρδιαγγειακή νόσο συνδέεται επίσης και με άλλος παράγοντες, όπως είναι η μειωμένη ίνωση, η προώθηση της αγγειογένεσης και η ενισχυμένη μιτοχονδριακή λειτουργία, ενώ η οιστραδιόλη λειτουργεί προληπτικά στην απόπτωση και μείωση της βλάβης σε περιπτώσεις καρδιακής ισχαιμίας και επαναιμάτωσης (Knowlton and Lee, 2012; Iorga et al., 2017; Niță, Knock and Heads, 2021).

Tέλος, τα οιστρογόνα μπορούν να ρυθμίσουν την σύνθεση του παράγοντα νέκρωσης όγκων TNF-a, που, μεταξύ άλλων λειτουργιών, συνδέεται και με τις χρόνιες φλέγμονες, αποτρέποντας έτσι τη διέγερση των φλεγμονωδών κυττάρων από τους καρδιακούς ινοβλάστες. Τα φλεγμονώδη κύτταρα παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη καρδιακής ανεπάρκειας (Janicki et al., 2013; Jang et al., 2021).

Image by pikisuperstar on Freepik

Πώς μπορείς να μειώσεις τον κίνδυνο καρδιακής νόσου στην εμμηνόπαυση;

Δεν μπορείς να ελέγξεις το οικογενειακό ιστορικό σου, γεγονός που επηρεάζει τον κίνδυνο, αλλά μπορείς να μειώσετε τον συνολικό κίνδυνο ακολουθώντας έναν υγιεινό τρόπο ζωής. Αυτό περιλαμβάνει την κατανάλωση μιας διατροφής γεμάτη λαχανικά με χαμηλή περιεκτικότητα σε κόκκινο κρέας, αλκοόλ και ζάχαρη, την άσκηση για 150 λεπτά ή περισσότερο κάθε εβδομάδα, την διαχείριση του στρες και την διακοπή του καπνίσματος.

Είναι επίσης σημαντικό να γνωρίζεις τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης, χοληστερόλης και σακχάρου στο αίμα σου, καθώς και τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ).

Πώς μπορείς να υπολογίσεις τον 10-ετή κίνδυνο θανατηφόρου καρδιαγγειακού επεισοδίου;

Υπάρχουν πάνω από 100 μοντέλα για την αξιολόγηση του κινδύνου καρδιαγγειακών νοσημάτων. Τα πιο κοινά και επικυρωμένα μοντέλα περιλαμβάνουν τη βαθμολογία κινδύνου Framingham, το μοντέλο (FRS), το διάγραμμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας/Διεθνούς Εταιρείας Υπέρτασης (WHO/ISH), το μοντέλο Συστηματικής Αξιολόγησης Στεφανιαίου Κινδύνου (SCORE) και η συγκεντρωτική εξίσωση κοόρτης του Αμερικανικού Κολλεγίου Καρδιολογίας/Αμερικάνης Ένωσης Καρδιολογίας (ACC/AHA) (Bavarsad, Kheiri and Ahmadi, 2020). Για τον ελληνικό πληθυσμό συγκεκριμένα υπάρχει το Hellenic-SCORE ΙΙ (hellenicheartscore.gr) που είναι βασισμένο εθνικά στοιχεία και σε επαναβαθμονόμηση του ESC SCORE με βάση αυτές. Οι ενήλικες στην Ελλάδα σημειώνουν κατά μέσο όρο, υψηλές βαθμολογίες στο σκορ 10ετούς κίνδυνου θανατηφόρου καρδιαγγειακού επεισοδίου (Panagiotakos et al., 2021).

Image by Freepik

2. Οστεοπόρωση

Κινδυνεύω από οστεοπόρωση στην εμμηνόπαυση;

Οι γυναίκες έχουν 4 φορές περισσότερες πιθανότητες από τους άνδρες να αναπτύξουν οστεοπόρωση, μια ασθένεια στην οποία τα οστά γίνονται λεπτά και αδύναμα και σπάνε πιο εύκολα (Alswat, 2017). Πριν από την εμμηνόπαυση, τα οστά των γυναικών προστατεύονται από τα οιστρογόνα, γιατί τα οιστρογόνα βοηθούν στον θετικό μεταβολισμό του ασβεστίου και στην οστεογένεση. Η εμμηνόπαυση επιταχύνει την απώλεια οστικής μάζας σε ποσοστό 2-5% ετησίως, η οποία μπορεί να συνεχιστεί έως και 10 χρόνια (Thulkar and Singh, 2015).

Μπορεί να μην παρατηρήσεις καν ότι τα οστά σου εξασθενούν, καθώς η οστεοπόρωση μπορεί να μην προκαλεί συμπτώματα για δεκαετίες. Ένα κάταγμα οστού μπορεί να είναι το πρώτο σημάδι της νόσου. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι γυναίκες είναι καλό να κάνουν το τεστ που είναι γνωστό ως DXA ή DEXA (απορροφομετρία ακτίνων Χ διπλής ενέργειας), το οποίο μετρά την οστική πυκνότητα στη σπονδυλική στήλη και τους γοφούς – συνεννοήσου με τον ιατρό σου για το πότε πρέπει να το κάνεις.

3. Αύξηση βάρους

Μπορεί να αυξηθεί το βάρος μου κατά την εμμηνόπαυση;

Η εμμηνόπαυση έχει σαφή αρνητική επίδραση στον μεταβολισμό της γυναίκας. Η εμμηνόπαυση μπορεί να αυξήσει το ποσοστό λίπους του σώματός σου και να μειώσει το ποσοστό άλιπης μάζας (Greendale et al., 2019).

Το εμμηνοπαυσιακό λίπος στην κοιλιά είναι κάτι περισσότερο από ένα αισθητικό ζήτημα. Οι γυναίκες που ανέπτυξαν γρήγορα κοιλιακό λίπος κατά την εμμηνόπαυση διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο καρδιακής νόσου, ακόμα κι αν το βάρος τους παρέμενε σταθερό (Samargandy et al., 2021). Η εμμηνόπαυση συνδέεται επίσης με αυξημένο κίνδυνο για μεταβολικό σύνδρομο – μια ομάδα καταστάσεων υγείας, όπως είναι η υψηλή αρτηριακή πίεση, το υψηλό σάκχαρο στο αίμα, το υπερβολικό κοιλιακό λίπος και τα μη φυσιολογικά επίπεδα χοληστερόλης, που αυξάνουν τον κίνδυνο για καρδιακές παθήσεις, εγκεφαλικό και διαβήτη τύπου 2 (Christakis et al., 2020).

Image by Freepik

4. Ουρολοιμώξεις

Έχω μεγαλύτερο κίνδυνο για λοιμώξεις ουροποιητικού κατά την εμμηνόπαυση;

Ενώ ο κίνδυνος μιας γυναίκας για ουρολοίμωξη εξαρτάται από μεμονωμένους παράγοντες, όπως η συνολική υγεία, η εμφάνιση ουρολοιμώξεων γενικά αυξάνεται με την ηλικία. Σε γυναίκες άνω των 65 ετών, το ποσοστό είναι περίπου διπλάσιο από αυτό των γυναικών όλων των ηλικιών (Medina and Castillo-Pino, 2019).

Για να μειώσεις τον κίνδυνο εμφάνισης ουρολοίμωξης, συνιστώνται τα εξής:

  • Να ουρείς όταν αισθάνεσαι την επιθυμία και να προσπαθείς να ουρείς κάθε 3 ή 4 ώρες το πολύ, γιατί όσο περισσότερο τα ούρα βρίσκονται στην ουροδόχο κύστη, τόσο περισσότερα βακτήρια μπορούν να αναπτυχθούν.
  • Να σκουπίζεσαι από μπροστά προς τα πίσω.
  • Να πίνεις πολλά υγρά, κατά προτίμηση τουλάχιστον έξι έως οκτώ ποτήρια νερό την ημέρα.
  • Να ουρείς πριν και μετά το σεξ.
  • Απέφυγε τη χρήση αποσμητικών σπρέι γυναικείας υγιεινής.
  • Επέλεξε βαμβακερά εσώρουχα που αναπνέουν και απέφυγε τα στενά παντελόνια/ακρυλικά καλσόν.

Διατροφή και άσκηση

Πώς θα μπορούσε η διατροφή να επηρεάσει την εμμηνόπαυση;

Οι ορμονικές αλλαγές κατά την εμμηνόπαυση μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τον μεταβολισμό των λιπιδίων και της γλυκόζης. Γενικά συνίσταται στις γυναίκες να καταναλώνουν μια διατροφή πλούσια σε φρούτα, λαχανικά, δημητριακά ολικής αλέσεως πλούσια σε φυτικές ίνες και λιπαρά ψάρια, ενώ συνίσταται ο περιοτισμός των κορεσμένων λιπαρών, της χοληστερόλης, του αλκοόλ, του νατρίου και της ζάχαρης και η πλήρης αποφυγή των τεχνητών trans-λιπαρών οξέων. Θα ακολουθήσει αναλυτικό άρθρο για το πώς μπορείς να υποστηρίξεις διατροφικά την περίοδο της εμμηνόπαυσης!

Photo by Iñigo De la Maza on Unsplash

Βοηθά η άσκηση στην εμμηνόπαυση;

Η άσκηση όπως η γιόγκα μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τα αγγειοκινητικά και ψυχολογικά συμπτώματα (Shepherd-Banigan et al., 2017). Η προπόνηση δύναμης και αντίστασης είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη διατήρηση της μυϊκής μάζας και της οστικής πυκνότητας, ειδικά όταν συνδυάζονται με ασκήσεις υψηλής έντασης όπως τα άλματα, το σκοινάκι και το τζόκινγκ – προσοχή μη το παρακάνεις όμως, ιδίως αν έχεις θέμα με τα γόνατα (Martyn-St James and Carroll, 2008).

Αναφορές

Alswat, K.A. (2017) ‘Gender Disparities in Osteoporosis’, Journal of Clinical Medicine Research, 9(5), σελ. 382–387. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.14740/jocmr2970w.

Bavarsad, P.S., Kheiri, S. and Ahmadi, A. (2020) ‘Estimation of the 10-Year Risk of Cardiovascular Diseases: Using the SCORE, WHO/ISH, and Framingham Models in the Shahrekord Cohort Study in Southwestern Iran’, The Journal of Tehran University Heart Center, 15(3). Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.18502/jthc.v15i3.4219.

Burger, H.G., Hale, G.E., Dennerstein, L. and Robertson, D.M. (2008) ‘Cycle and hormone changes during perimenopause: the key role of ovarian function’, Menopause (New York, N.Y.), 15(4 Pt 1), σελ. 603–12. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1097/gme.0b013e318174ea4d.

Christakis, M.K., Hasan, H., De Souza, L.R. and Shirreff, L. (2020) ‘The effect of menopause on metabolic syndrome’, Menopause, Publish Ahead of Print. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1097/gme.0000000000001575.

Colpani, V., Baena, C.P., Jaspers, L., van Dijk, G.M., Farajzadegan, Z., Dhana, K., Tielemans, M.J., Voortman, T., Freak-Poli, R., Veloso, G.G.V., Chowdhury, R., Kavousi, M., Muka, T. and Franco, O.H. (2018) ‘Lifestyle factors, cardiovascular disease and all-cause mortality in middle-aged and elderly women: a systematic review and meta-analysis’, European Journal of Epidemiology, 33(9), σελ. 831–845. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1007/s10654-018-0374-z.

Dallongeville, J. (1995) ‘Multiple coronary heart disease risk factors are associated with menopause and influenced by substitutive hormonal therapy in a cohort of French women’, Atherosclerosis, 118(1), σελ. 123–133. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1016/0021-9150(95)05599-r.

Delgado, B.J. and Lopez-Ojeda, W. (2019) Estrogen, Nih.gov. StatPearls Publishing. Διαθέσιμο στο: https://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK538260/.

Do, K-A., Green, A., Guthrie, J.R., Dudley, E.C., Burger, H.G. and Dennerstein, L. (2000) ‘Longitudinal Study of Risk Factors for Coronary Heart Disease Across the Menopausal Transition’, American Journal of Epidemiology, 151(6), σελ. 584–593. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1093/oxfordjournals.aje.a010246.

El Khoudary, S.R., Aggarwal, B., Beckie, T.M., Hodis, H.N., Johnson, A.E., Langer, R.D., Limacher, M.C., Manson, J.E., Stefanick, M.L. and Allison, M.A. (2020) ‘Menopause Transition and Cardiovascular Disease Risk: Implications for Timing of Early Prevention: A Scientific Statement From the American Heart Association’, Circulation, 142(25). Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1161/cir.0000000000000912.

Greendale, G.A., Sternfeld, B., Huang, M., Han, W., Karvonen-Gutierrez, C., Ruppert, K., Cauley, J.A., Finkelstein, J.S., Jiang, S.-F. and Karlamangla, A.S. (2019) ‘Changes in body composition and weight during the menopause transition’, JCI Insight, 4(5). Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1172/jci.insight.124865.

Hess, R.A. (2003) ‘Estrogen in the adult male reproductive tract: A review’, Reproductive Biology and Endocrinology, 1(1), σελ. 52. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1186/1477-7827-1-52.

Hetemäki, N., Mikkola, T.S., Tikkanen, M.J., Wang, F., Hämäläinen, E., Turpeinen, U., Haanpää, M., Vihma, V. and Savolainen-Peltonen, H. (2021) ‘Adipose tissue estrogen production and metabolism in premenopausal women’, The Journal of Steroid Biochemistry and Molecular Biology, 209(105849), σελ. 105849. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1016/j.jsbmb.2021.105849.

Iorga, A., Cunningham, C.M., Moazeni, S., Ruffenach, G., Umar, S. and Eghbali, M. (2017) ‘The protective role of estrogen and estrogen receptors in cardiovascular disease and the controversial use of estrogen therapy’, Biology of Sex Differences, 8(1). Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1186/s13293-017-0152-8.

Jang, D., Lee, A-Hyeon., Shin, H.-Y., Song, H.-R., Park, J.-H., Kang, T.-B., Lee, S.-R. and Yang, S.-H. (2021) ‘The Role of Tumor Necrosis Factor Alpha (TNF-α) in Autoimmune Disease and Current TNF-α Inhibitors in Therapeutics’, International Journal of Molecular Sciences, 22(5). Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.3390/ijms22052719.

Janicki, J., McLarty, J., Li, J. and Levick, S. (2013) ‘Estrogen modulates the influence of cardiac inflammatory cells on function of cardiac fibroblasts’, Journal of Inflammation Research, 6, σελ. 99. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.2147/jir.s48422.

Knowlton, A.A. and Lee, A.R. (2012) ‘Estrogen and the Cardiovascular System’, Pharmacology & therapeutics, 135(1), σελ. 54–70. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1016/j.pharmthera.2012.03.007.

Martyn-St James, M. and Carroll, S. (2008) ‘A meta-analysis of impact exercise on postmenopausal bone loss: the case for mixed loading exercise programmes’, British Journal of Sports Medicine, 43(12), σελ. 898–908. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1136/bjsm.2008.052704.

Medina, M. and Castillo-Pino, E. (2019) ‘An introduction to the epidemiology and burden of urinary tract infections’, Therapeutic Advances in Urology, 11, σελ. 175628721983217. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1177/1756287219832172.

NIH (nd) Adrenal Gland. National Cancer Institute | SEER Training. Διαθέσιμο στο: https://training.seer.cancer.gov/anatomy/endocrine/glands/adrenal.html.

Niță, A.-R., Knock, G.A. and Heads, R.J. (2021) ‘Signalling mechanisms in the cardiovascular protective effects of estrogen: With a focus on rapid/membrane signalling.’, Current Research in Physiology, 4, σελ. 103–118. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1016/j.crphys.2021.03.003.

Panagiotakos, D.B., Magriplis, E., Zampelas, A., Mitsopoulou, A.-V., Karageorgou, D., Dimakopoulos, I., Bakogianni, I., Chourdakis, M., Micha, R., Michas, G., Ntouroupi, T., Tsaniklidou, S.-M., Argyri, K., Fappa, E., Theodoraki, E.-M., Trichia, E., Sialvera, T.-E., Varytimiadi, A., Spyreli, E. and Koutelidakis, A. (2021) ‘The recalibrated HellenicSCORE based on newly derived risk factors from the Hellenic National Nutrition and Health Survey (HNNHS); the HellenicSCORE II’, Hellenic Journal of Cardiology, 62(4), σελ. 285–290. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1016/j.hjc.2020.03.006.

ΝΙΗ (2014) Menopause: MedlinePlus Medical Encyclopedia, Medlineplus.gov. National Library of Medicine. Διαθέσιμο στο: https://medlineplus.gov/ency/article/000894.htm.

Peacock, K. and Ketvertis, K.M. (2022) Menopause, PubMed. Treasure Island (FL): StatPearls Publishing. Διαθέσιμο στο: https://pubmed.ncbi.nlm.nih.gov/29939603/.

Samargandy, S., Matthews, K.A., Brooks, M.M., Barinas-Mitchell, E., Magnani, J.W., Janssen, I., Kazlauskaite, R. and El Khoudary, S.R. (2021) ‘Abdominal visceral adipose tissue over the menopause transition and carotid atherosclerosis: the SWAN heart study’, Menopause, 28(6), σελ. 626–633. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1097/gme.0000000000001755.

Shepherd-Banigan, M., Goldstein, K.M., Coeytaux, R.R., McDuffie, J.R., Goode, A.P., Kosinski, A.S., Van Noord, M.G., Befus, D., Adam, S., Masilamani, V., Nagi, A. and Williams, J.W. (2017) ‘Improving vasomotor symptoms; psychological symptoms; and health-related quality of life in peri- or post-menopausal women through yoga: An umbrella systematic review and meta-analysis’, Complementary Therapies in Medicine, 34, σελ. 156–164. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1016/j.ctim.2017.08.011.

Thulkar, J. and Singh, S. (2015) ‘Overview of research studies on osteoporosis in menopausal women since the last decade’, Journal of Mid-life Health, 6(3), σελ. 104. Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.4103/0976-7800.165589.

Wang, Q., Ferreira, D.L.S., Nelson, S.M., Sattar, N., Ala-Korpela, M. and Lawlor, D.A. (2018) ‘Metabolic characterization of menopause: cross-sectional and longitudinal evidence’, BMC Medicine, 16(1). Διαθέσιμο στο: https://doi.org/10.1186/s12916-018-1008-8.

 

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση/αντιγραφή ή άλλη χρήση, χωρίς ξεκάθαρη αναφορά αυτού του δικτυακού τόπου ως πηγή του κειμένου.

ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΙΣΤΟΤΟΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΤΑ ΒΡΕΙΤΕ ΕΔΩ.

ΠΡΟΣΟΧΗ: ΟΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΙΣΤΟΤΟΠΟ, ΕΧΟΥΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΚΟΠΟ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΟΟΡΙΖΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΣΥΜΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΓΙΑΤΡΟΥ ΣΑΣ. ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΠΟΥ ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΔΕΝ ΣΤΟΧΕΥΟΥΝ ΣΤΗΝ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΩΝ ΙΑΤΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ. ΕΑΝ ΕΧΕΤΕ ΚΑΠΟΙΑ ΣΟΒΑΡΗ ΑΣΘΕΝΕΙΑ Ή ΘΕΜΑ ΥΓΕΙΑΣ, ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΕΙΤΕ ΤΟΝ ΙΑΤΡΟ ΣΑΣ

Προηγούμενο άρθροΌλα όσα θες να ξέρεις για την παχυσαρκία
Επόμενο άρθροΠώς επηρεάζει την υγεία η έλλειψη ύπνου;
Debug: Newspaper

Απάντηση